- υπεροπτικός
- η , ό [ν] высокомерный; надменный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑπεροπτικός — contemptuous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροπτικός — ή, ό / ὑπεροπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος] αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόνας νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό… … Dictionary of Greek
υπεροπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αρμόζει σε υπερόπτη, ο αλαζονικός: Υπεροπτικό ύφος. 2. αυτός που βρίσκεται ανατομικά πάνω από το οπτικό χίασμα: Υπεροπτικό κόλπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεροπτικά — ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc pl ὑπεροπτικά̱ , ὑπεροπτικός contemptuous fem nom/voc/acc dual ὑπεροπτικά̱ , ὑπεροπτικός contemptuous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικώτερον — ὑπεροπτικός contemptuous adverbial comp ὑπεροπτικός contemptuous masc acc comp sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικῶν — ὑπεροπτικός contemptuous fem gen pl ὑπεροπτικός contemptuous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικόν — ὑπεροπτικός contemptuous masc acc sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικώτατα — ὑπεροπτικός contemptuous adverbial superl ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικώτατον — ὑπεροπτικός contemptuous masc acc superl sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικοί — ὑπεροπτικός contemptuous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικοῦ — ὑπεροπτικός contemptuous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)